ἀτάκτους

ἀτάκτους
ἄτακτος
not in battle-order
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • безчиньныи — (53) пр. Нарушающий порядок; бесчинный, неподобающий: Приходѩщиихъ на пѣниѥ въ цр҃кви хощемъ не въпльмь бещиньныимь творити. (ἀτάκτοις) КЕ XII, 63а; ѥгда же наидеть тебе напасть и прѣкословесиѥ. или раздражениѥ на кого двигноути ˫арость. помѩни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μαυρογένης — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας από τις Κυκλάδες, η ακμή της οποίας τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. Πολλά μέλη της υπηρέτησαν τους Τούρκους και διορίστηκαν σε ανώτερα αξιώματα. 1. Αλέξανδρος (τέλη 19ου – αρχές 20ού αι.). Γιος του Σπυρίδωνα (11.) …   Dictionary of Greek

  • μπουλούκι — το 1. (επί τουρκοκρατίας) μικρό στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο ιδίως από ατάκτους 2. ασύντακτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, στίφος 3. περιπλανώμενος θεατρικός θίασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boluk «συντροφιά, λόχος»] …   Dictionary of Greek

  • πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… …   Dictionary of Greek

  • πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολική Ρωμυλία — Περιοχή (35.000 τ. χλμ.) της βόρειας Θράκης μεταξύ Αίμου, Ροδόπης και Εύξεινου Πόντου, που ανήκει στη Βουλγαρία. Με απόφαση της συνθήκης του Βερολίνου (1878) η Βουλγαρία διχοτομήθηκε με τη γραμμή του Αίμου και ο όρος Νότια Βουλγαρία… …   Dictionary of Greek

  • Κίεβο — (Kiev Kyyiv). Πόλη (2.602.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Είναι χτισμένη σε ένα επίπεδο ύψωμα στη δεξιά όχθη του Δνείπερου, στο όριο ανάμεσα στη δασική ζώνη και στη στέπα. Παραδοσιακή γεωργική αγορά καθώς και αγορά γουναρικών και… …   Dictionary of Greek

  • Φιλοσόφου, μονή — Ιστορική μονή της Γορτυνίας, 7 χλμ. Β της Δημητσάνας, χτισμένη σε γραφική αλλά δυσπρόσιτη όχθη βαθιάς χαράδρας, που τη διαρρέει ο ποταμός Λούσιος. Ιδρύθηκε λίγο πριν το 967 από τον αξιωματούχο του Νικηφόρου Φωκά Ιωάννη Λαμπαρδόπουλο, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Φλώρινας, νομός — Νομός (1.863 τ. χλμ., 54.768 κάτ.) της περιφέρειας δυτικής Μακεδονίας στο βόρειο τμήμα της. Συνορεύει στα Β με τη Π.Γ.Δ.Μ., στα Α με τους νομούς Πέλλας και Κοζάνης, στα Ν με τους νομούς Κοζάνης και Καστοριάς και στα Δ με την Αλβανία. Πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”